συγκολλήσεις

συγκολλήσεις
συγκόλλησις
gluing together
fem nom/voc pl (attic epic)
συγκόλλησις
gluing together
fem nom/acc pl (attic)
συγκολλάω
glue
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
συγκολλάω
glue
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
συγκολλάω
glue
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
συγκολλάω
glue
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • κολλητήρας — ο (Α κολλητήρ, ῆρος) [κολλώ] νεοελλ. τεχνολ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τήξη τού συγκολλητικού υλικού στις ετερογενείς μαλακές συγκολλήσεις, το κολλητήρι αρχ. εργαλείο με το οποίο γίνονταν συγκολλήσεις μετάλλων …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • διακολλητικός — ή, ό (Α διακολλητικός, ή, όν) συγκολλητικός, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για συγκόλληση αρχ. εκείνος στον οποίο ή για τον οποίο χρησιμοποιούνται διακολλήματα, κόλλες, ή διακολλήσεις, συγκολλήσεις …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • οξυακετυλενικός — ή, ό χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μίγμα οξυγόνου και ακετυλενίου 2. φρ. «οξυακετυλενική φλόγα» τεχνολ. φλόγα που παράγεται από ειδική διάταξη ακετυλίνης και οξυγόνου και χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… …   Dictionary of Greek

  • οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”